- травить
- травить 1травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•
травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).
|| φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.
2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).
6. σπαταλώ.7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.травиться1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.травить 2ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.травитьсяξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.